26 Ιουνίου 2011 | Πέτρινο Θέατρο Αργυρούπολης
Η ιδέα και η οργάνωση της παράστασης ανήκει στην πρόεδρο του Συλλόγου Βάνα Σαλταπίδα η οποία, εκείνη την εποχή, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η ίδια η παράσταση αποτέλεσε θέμα εισήγησης στο Γ΄ Συνέδριο Πανεπιστημιακών Λαογράφων των Ελληνικών Α.Ε.Ι. με θέμα: «Η διαχείριση της παράδοσης. Ο Λαϊκός πολιτισμός ανάμεσα στον φολκλορισμό, στην πολιτιστική βιομηχανία και τις τεχνολογίες αιχμής» από την κ. Σαλταπίδα και την καθηγήτρια Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ρέα Κακάμπουρα. Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων χωρών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου στην Κομοτηνή στις 4-6 Οκτωβρίου 2013.
Πρόκειται για μια «αναστοχαστική» παράσταση η οποία αφορά τη σχέση ανάμεσα στον παραδοσιακό χορό και τη «δεύτερη ύπαρξή» του. Η παράσταση δόθηκε σε ανοιχτό θέατρο το οποίο επιλέχτηκε επειδή, εκτός από την υπερυψωμένη σκηνή του, διαθέτει και ορχήστρα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα ταυτόχρονης παρουσίασης δύο χορευτικών σχημάτων. Η παράσταση αποτελεί ένα σχόλιο για το φολκλορισμό και τις μεταβολές της παρουσίασης των παραδοσιακών χορών και την αλλοίωσή τους από τους χοροδιδασκάλους, που, με τις χορογραφίες τους, εισάγουν ξένα στοιχεία, προκειμένου να κάνουν τους χορούς πιο εντυπωσιακούς κατά τη σκηνική τους παρουσία.
Η πρωτοτυπία της παράστασης της Σεμέλης έγκειται στο γεγονός ότι υπήρχε παράλληλη δράση στη σκηνή και στην ορχήστρα του θεάτρου. Παρουσιάστηκαν χοροί των Βλάχων του νομού Σερρών, των ντόπιων κατοίκων της περιοχής Αλεξάνδρειας Ημαθίας, γνωστής πολιτισμικά ως Ρουμλούκι, και των προσφύγων από την Κύζικο της Προποντίδας, τα Φάρασσα της Καππαδοκίας και τη Βόρεια Θράκη.
Στη σκηνή, οι χορευτές φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές και χόρευαν χωρίς να εκτελούν κανενός είδους χορογραφία. Αφέθηκαν ελεύθεροι να εκφραστούν και να αυτοσχεδιάσουν, να μεταφερθούν νοερά σ’ ένα Μεσοχώρι, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό στα πλαίσια μιας παράστασης. Η σκηνογραφία παρέπεμπε σε ένα παραδοσιακό χοροστάσι στην πλατεία όπου υπήρχαν τραπέζια με φαγητά και ποτά που συντελούσαν στην ευωχία των συμμετεχόντων. Η απόδοση των χορών επιχειρήθηκε να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστή, με γνώση ότι η απόλυτη πιστότητα δεν είναι παρά μια χιμαιρική επιδίωξη. Παράλληλα, στην ορχήστρα του θεάτρου, επιχειρήθηκε να δοθεί ένα δείγμα της παραστασιακής τέλεσης κάποιων χορών έτσι ώστε να σκιαγραφηθούν αδρομερώς τα διαφοροποιά στοιχεία. Κάποιοι από τους χορούς που επιτελούνταν στη σκηνή παρουσιάζονταν ταυτόχρονα και στην ορχήστρα του θεάτρου χορογραφημένοι και με τη μορφή που συνηθίζεται να έχουν στις παραστάσεις των συλλόγων σήμερα.
Στόχος της Σεμέλης με τη συγκεκριμένη παράσταση δεν ήταν να παρουσιαστεί ως θεματοφύλακας της περιβόητης “αυθεντικότητας”. Εξ άλλου, η τήρηση της απόλυτης αυθεντικότητας είναι ανέφικτη. Άλλωστε η εμμονή στην “απόλυτα” αυθεντική έκφανση και εκφορά της λαϊκής δημιουργίας -ιδιαίτερα του χορού που, λόγω του άυλου χαρακτήρα του, δεν έχει σταθερή υπόσταση- συνιστά μια ουτοπία. Στη Σεμέλη αποποιούμαστε τις αγκυλώσεις που θέλουν το χορό να παραμένει ανόθευτος στο πέρασμα του χρόνου και τον θεωρούμε μια μορφή τέχνης φευγαλέα και άπιαστη. Αυτή η ρητορική περί αυθεντικότητας και παράδοσης αποτυπώνεται στον εναρκτήριο χαιρετισμό της παράστασης:
«Κάθε αγαθή προσπάθεια αναπαράστασης στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού σε διαφορετικό χρόνο και χώρο (όχι στο βιωματικό χοροστάσι, αλλά στη σκηνή ενός θεάτρου) από χορευτές που δεν είχαν τη δυνατότητα να βιώσουν τον όποιο χορό ή δρώμενο στο φυσικό του χώρο, σφραγίζει αναπόφευκτα την αλλοίωσή του. Ταυτόχρονα, ο ευγενής στόχος της διεύρυνσης του ενδιαφέροντος για την παράδοση εμπλουτίζεται με επιμέρους στόχους όπως η άψογη οργάνωση και παρουσίαση, η τέρψη του κοινού, η έγερση του ενθουσιασμού και η καταξίωση των ανθρώπων που εργάζονται σκληρά για όλα αυτά, μετατρέποντας την παρουσίαση των παραδοσιακών χορών σε παράσταση με στοιχεία φολκλόρ. Με την αποψινή μας παράσταση δεν ελπίζουμε ουτοπικά να δηλώσουμε ότι σαν σύλλογος αποστασιοποιούμαστε από όλα αυτά –πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε;– ελπίζουμε όμως να σκιαγραφήσουμε κάποιες από τις διαφορές μεταξύ αυθεντικού και φολκλορικού, βάζοντας συγχρόνως ένα λιθαράκι στη διατήρηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας».
Εν κατακλείδι, η παράσταση ήταν ένα σχόλιο πάνω στα τεκταινόμενα στο χώρο του παραδοσιακού χορού σήμερα, όμως βασικός στόχος της ήταν πρωτίστως η τέρψη και η ψυχαγωγία του κοινού. Στοχεύαμε όχι στην περιβόητη αυθεντικότητα, αλλά στην ιδεολογική και αισθητική συγκίνηση του κοινού. Είχαμε επίγνωση επίσης πως επρόκειτο για παράτολμο εγχείρημα που ενείχε τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί. Η ανταπόκριση του κοινού έδειξε ότι ο στόχος επετεύχθη, σε βαθμό μάλιστα που η ιδέα και ο τίτλος της υιοθετήθηκαν από χοροδιδάσκαλο σε παρουσίαση δικής του χορευτικής ομάδας σε Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη λίγους μήνες αργότερα.